- φληναφημα
- φληνάφημα-ατος τό Eur. = φλήναφος См. φληναφος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
φληναφημάτων — φληνάφημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληναφήματα — φληνάφημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα … Dictionary of Greek
φληναφία — η, ΝΜΑ [φλήναφος] φληνάφημα … Dictionary of Greek